ευκράς

ευκράς
(I)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)
2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ'», Ευρ.)
3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με μέτρο για να τόν πιει κάποιος («εὐκρὰς οἶνος», Πολυδ.)
4. (για πρόσ.) κοινωνικός, ευκοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεράννυμι
βλ. ευκραής].
————————
(II)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τόν Ησύχ.) ευκέφαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐκράς — εὐκρά̱ς , εὐκράς temperate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρᾶσιν — εὐκράς temperate masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… …   Dictionary of Greek

  • ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… …   Dictionary of Greek

  • μπουκράς — μπουκράς, τὸ (Μ) κρασί αναμεμιγμένο με κανέλα, αμύγδαλα και άλλα μυρωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ip(p)ocrasso, με σχηματισμό κατ αναλογίαν προς το εὐκράς*] …   Dictionary of Greek

  • εὐκράτων — εὐκρά̱των , εὔκρατος well tempered masc/fem/neut gen pl εὐκρά̱των , εὐκράς temperate masc/fem gen pl εὐκρατόω temper imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εὐκρατόω temper imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИОАНН МОСХ — [греч. ὁ τοῦ Μόσχου [сын] Мосха, согласно свт. Фотию (Phot. Bibl. Cod. 199 // PG. 103. Col. 668), или Иоанн Евкратас (εὐκρατᾶς воздержный или от εὐκράς напиток, смешанный с перцем, тмином и анисом ср.: Theod. Stud. Ep. // PG. 99. Col. 1716B; нек… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”