εὐκράς — εὐκρά̱ς , εὐκράς temperate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρᾶσιν — εὐκράς temperate masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… … Dictionary of Greek
μπουκράς — μπουκράς, τὸ (Μ) κρασί αναμεμιγμένο με κανέλα, αμύγδαλα και άλλα μυρωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ip(p)ocrasso, με σχηματισμό κατ αναλογίαν προς το εὐκράς*] … Dictionary of Greek
εὐκράτων — εὐκρά̱των , εὔκρατος well tempered masc/fem/neut gen pl εὐκρά̱των , εὐκράς temperate masc/fem gen pl εὐκρατόω temper imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εὐκρατόω temper imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОАНН МОСХ — [греч. ὁ τοῦ Μόσχου [сын] Мосха, согласно свт. Фотию (Phot. Bibl. Cod. 199 // PG. 103. Col. 668), или Иоанн Евкратас (εὐκρατᾶς воздержный или от εὐκράς напиток, смешанный с перцем, тмином и анисом ср.: Theod. Stud. Ep. // PG. 99. Col. 1716B; нек… … Православная энциклопедия